- συνεβόων
- συμβοάωcry aloudimperf ind act 3rd plσυμβοάωcry aloudimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβοώ — άω, Α 1. φωνάζω δυνατά ή συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. συγκαλώ («συνεβόων ἀλλήλους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βοῶ «βουίζω, φωνάζω, επικαλούμαι»] … Dictionary of Greek